κρημνόγραφος

κρημνόγραφος
κρημνό-γρᾰφος, ον,
A written in rugged style, uncouth, ῥήματα Tz.ad Hes.Op.p.9 G. [full] κρημνο-κοπέω, boast, indulge in 'tall talk', Phot., Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρημνογράφος — κρημνογράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει κομπορρήμονες λόγους ή, κατ άλλη ερμ., αυτός που μιλά με τραχύτητα ή με αδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”